βαθυαγκής

βαθυαγκής
βαθυαγκής, -ές (Α)
αυτός που έχει βαθιές χαράδρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βαθύς + -αγκής < άγκος «ορεινή κοιλάδα, φαράγγι» (πρβλ. εναγκής)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • βαθύ- — [ΕΤΥΜΟΛ. < βαθύς. Ο τ. χρησιμεύει ως α συνθετικό πολλών λέξεων της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής και δηλώνει: 1. αυτόν που έχει βάθος πρβλ. βαθύκολπος, βαθύπεδος, βαθύρριζος αρχ. βαθυαγκής, βαθύγαιος, βαθυδινήεις, βαθυκύμων,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”